Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Tα καημένα τα νιάτα τι γρήγορα που περνούν...!

  Το σημερινό θέμα το εμπνεύστηκα από τα γενέθλιά μου, τα οποία γιόρτασα χθες σε οικογενειακό κλίμα και έπεται συνέχεια παρέα με τα φιλαράκια μου. Τα έκλεισα τα 20, λοιπόν, και οδεύω για τα 21 με βήμα ταχύ. Λέω "ταχύ", γιατί -κακά τα ψέμματα- ο χρόνος είναι πίσω από την πόρτα και δεν καταλαβαίνουμε πόσο γρήγορα περνάει...

  Χθες μετά τη φιέστα στο σπίτι, κατέβασα από το σύνθετο όλα τα φωτογραφικά άλμπουμ και τα πήγα στο δωμάτιό μου. Κάθισα στο κρεβάτι και τα χάζευα ένα-ένα με τις ώρες. Απίστευτο μου φαίνεται πώς πέρασε τόσος καιρός από τότε που γεννήθηκα. Είκοσι χρόνια πριν ήμουν ένα μωράκι, το πρώτο της οικογένειας με άλλα τέσσερα ξαδέρφια μεγαλύτερα. Η κούνια μου, τα παιχνίδια μου, οι θείοι και οι θείες να με παίρνουν αγκαλιά μαζί με τα ξαδέρφια μου, οι παππούδες με τη χαρά ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους, οι γονείς μου εμφανώς συγκινημένοι και ταυτόχρονα τρισευτυχισμένοι. 

  Ξεφυλλίζοντας τα υπόλοιπα άλμπουμ, βρέθηκα στη βάφτισή μου, στα πρώτα μου γενέθλια, Χριστούγεννα, Πάσχα, Απόκριες και πάει λέγοντας. Όσο γύριζα τα φύλλα, τόσο μεγάλωνε η Χριστίνα. Κάθε φορά που τέλειωνε ένα άλμπουμ, σκεφτόμουν πόσο γρήγορα κύλησαν τα χρόνια, πόσο άλλαξα, πώς σκέφτομαι τώρα, τι εμπειρίες έχω ζήσει.
  
  Κάπου άκουσα μια πολύ ωραία φράση: "Καταλαβαίνεις ότι γέρασες όταν τα κεράκια δεν χωράνε πια πάνω στην τούρτα". Στην αρχή γέλασα, αλλά ύστερα συνειδητοποίησα ότι εφόσον ο χρόνος κυλά αμείλικτος, θα πρέπει να κάνουμε κι εμείς κάτι με τη σειρά μας για να τον "μεγαλώσουμε", όπως εκείνος μας μεγαλώνει. Τι είναι αυτό; Να ζούμε. Πολύ κλισέ, θα σκεφτεί κάποιος. Ναι, κλισέ, αλλά για σκέψου λίγο παραπάνω. Συνήθως λέμε "κλισέ" αυτό που έχει διαχρονική αξία, συνεπώς διατηρείται. Εγώ πιστεύω όμως ότι δεν ζούμε, απλά υπάρχουμε. Δεν χαιρόμαστε τη ζωή και συνεχώς γκρινιάζουμε, γι'αυτό μας φαίνεται ότι τα χρόνια περνούν ακόμα πιο γρήγορα. Τα σπρώχνουμε να φύγουν, για να φύγουν μαζί και οι στεναχώριες μας. Παίρνουν όμως μαζί τους και τα νιάτα για κακή μας τύχη.
  
  Γι'αυτό το λόγο, λοιπόν, καλό θα ήταν να σταματούσαμε να καταριόμαστε την κάθε αναποδιά που μας φέρνει η τύχη και να αρχίζαμε να αντικρίζουμε τον κόσμο με άλλα μάτια. Στεναχώριες και λύπες θα υπάρξουν πολλές στη ζωή μας. Το θέμα είναι να τις ξεπεράσουμε και να ασχοληθούμε περισσότερο με τις χαρές, γιατί αυτές είναι που γεμίζουν και εμάς και τις μέρες που περνούν.

 Κάποια μέρα θα ξυπνήσουμε όλοι και θα δούμε την αντανάκλασή μας στον καθρέφτη διαφορετική. Θα έχουμε μεγαλώσει. Στο χέρι μας είναι αν θα χαρούμε ή θα λυπηθούμε με αυτή την αλλαγή. Συμβουλή: Carpe diem στο έπακρο!





Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Λατρεμένοι (;) μου γείτονες!

  Έλα, σε βλέπω. Κάθε φορά που ακούς "γείτονες" σε πιάνει μια έξαψη από θυμό, ένα σφυροκόπημα στα μηνίγγια, ένα "άι στον κόρακα!" τελοσπάντων. Σε όλους σχεδόν συμβαίνει να έχουν περίεργους γείτονες, μην φοβάσαι ότι είσαι η εξαίρεση. Γείτονες που σε νευριάζουν, σε ενοχλούν με τα καμώματα και τις φωνές τους και άλλα πολλά. Πάμε να τους γνωρίσουμε μαζί;

  1. Ο γείτονας απ' το χωριό: 
Η κατηγορία αυτή αφορά στους γείτονες εκείνους που πρόσφατα αποφάσισαν να μετοικίσουν από την επαρχία στην πρωτεύουσα για καλύτερες επαγγελματικές ευκαιρίες κατά κύριο λόγο. Το βασικό τους χαρακτηριστικό είναι ότι παρόλο που βρίσκονται σε έναν (αμιγώς) "εξευγενισμένο" τόπο, δεν έχουν αποβάλει τις συνήθειές τους. Ποιες είναι αυτές; Πρώτη και καλύτερη η προφορά και οι ιδιωματισμοί που προκαλούν τον αυθόρμητο γέλωτα. Για παράδειγμα, συναντάς στο δρόμο το γείτονα το πρωί που φεύγεις για τη δουλειά: -Καλημέρα, κύριε Τάδε! -Καλλλημέρα, καλλλημέρα! Καλλλή δουλειά! Ε πώς να μην γελάσεις μετά; Το καλύτερο, βέβαια, είναι όταν τον ακούς να μιλάει στο κινννητό στο μπαλκόνννι με κάποιον συγχωριανό του. Εκεί να δεις! 

  2. Ο κουτσομπόλης γείτονας:
Σ'αυτή την ομάδα ανήκουν και άντρες, αλλά υπερτερούν οι γυναίκες. Η τυπική κουτσομπόλα γειτόνισσα περιφέρεται στο σπίτι συνήθως με ρόμπα, με μαλλί τυλιγμένο σε μπικουτί, κρατάει στο ένα χέρι το φλιτζάνι με τον καφέ της και στο άλλο το τσιγάρο, αν καπνίζει, αλλιώς το ασύρματο τηλέφωνο για να μεταδίδει κατευθείαν τα νέα της γειτονιάς σε κάποια κολλητή της. Ασχολείται με τα οικιακά, έχει 2-3 παιδιά παντρεμένα που μένουν σε άλλο σπίτι και ο σύζυγός της - στα πρόθυρα σύνταξης - φεύγει νωρίς το πρωί και επιστρέφει το μεσημέρι. Η γυναίκα αυτή θα έπαιρνες όρκο ότι θα μπορούσε άνετα να δουλεύει στο πρακτορείο Reuters, καθώς γνωρίζει τα νέα της γειτονιάς ίσα με 5 τετράγωνα γύρω από το σπίτι της. Θα την βρεις άλλοτε να στέκεται στο παράθυρο κρυμμένη πίσω από την κουρτίνα, άλλοτε στο μπαλκόνι να κάνει δήθεν ότι σκουπίζει, ενώ στην πραγματικότητα έχει βγει έξω για να βλέπει και να ακούει σε μεγάλη ακτίνα και, τέλος, άλλοτε στο φούρνο, ο οποίος αποτελεί τόπο συνάντησης των περισσότερων (κουτσομπόλων) γυναικών της γειτονιάς.

3. Ο μη-μου-άπτου γείτονας:
Ο συγκεκριμένος τύπος γείτονα αντιπαθεί τη φασαρία και, αν υπήρχε πατέντα να βάλει όλο τον κόσμο στο mute, θα το έκανε. Ο παραμικρός θόρυβος τον ενοχλεί, ακόμα και το πέταγμα της μύγας. Είναι καλοκαίρι, βραδάκι, ο καιρός είναι ιδανικός για μια παγωμένη μπυρίτσα στη βεράντα παρέα με φίλους. Θέλεις να καλέσεις μερικούς και το σκέφτεσαι. Λες: "θα τον ενοχλήσουμε με τα γέλια και τις φωνές μας". Καταλαβαίνεις τι γίνεται; Επειδή αναλογίζεσαι ότι θα σου κάνει παρατήρηση και θα σου χαλάσει το κέφι, καταπιέζεις την επιθυμία σου για χαλαρή διασκέδαση με τους φίλους σου. Για να ανοίξεις το στερεοφωνικό και να βάλεις μουσική ούτε λόγος. Περαστικά σου!

4. Ο παρτάκιας γείτονας:
Είναι το ακριβώς αντίθετο του μη-μου-άπτου γείτονα. Είναι ένας άνθρωπος έξω καρδιά, ευχάριστος, γλεντζές και κάθε Σαββατοκύριακο καλεί στο σπίτι τη Σάρα και τη Μάρα μαζί με τους 300 του Λεωνίδα και το "καίνε". Μουσικές στη διαπασών, φωνές, γέλια, βρισίδια, παλαμάκια -η χάβρα των Ιουδαίων εν ολίγοις- είναι το σταθερό μοτίβο της βραδιάς. Η κατάσταση μπορεί να εξελιχθεί ακόμα χειρότερα αν η μάζωξη του λατρεμένου σου γείτονα γίνει στον κήπο του, οπότε ο ήχος από τα παραπάνω θα είναι dolby surround. Προμηθεύσου κουτιά από παυσίπονα και παντός είδους αναλγητικά.

5. Ο οικογενειάρχης γείτονας:
Η γειτονοκατηγοριοποίηση (!) κλείνει με τον πιο συνηθισμένο τύπο γείτονα, ο οποίος μένει σε ιδιόκτητη πολυκατοικία με όλη την οικογένεια συμπούρμπουλη. Συνήθως, στον πρώτο όροφο μένει το ένα παιδί με τη δική του οικογένεια, στο δεύτερο το άλλο πάλι με την οικογένειά του και στον τελευταίο ο ίδιος με τη γυναίκα του. Όλα νοικοκυρεμένα, θα σκεφτείς, εφόσον ο καθένας έχει το σπιτικό του και δεν υπάρχουν καυγάδες ανάμεσα σε πεθερικά και νύφες/γαμπρούς. Έλα όμως που τελικά δεν είναι έτσι τα πράγματα. Κάθε απόγευμα, αφού τα παιδάκια έχουν γυρίσει από το σχολείο και έχουν διαβάσει τα μαθήματά τους, κατεβαίνουν όλα μαζί στον κήπο και λυσσάνε. Τσακώνονται τα αγόρια για το αν θα παίξουν ποδόσφαιρο ή μπάσκετ και τα κορίτσια για το αν θα παίξουν "σχολείο" ή τις πριγκίπισσες. Και δώστου οι φωνές και δώστου τα κλαψουρίσματα και τα νεύρα. Σε όλο αυτό έρχεται να προστεθεί και το εύηχο και αέρινο γαύγισμα του σκύλου τους που μοιάζει περισσότερο με γομάρι για του λόγου το αληθές.

  Αναγνωρίζεις ανάμεσα στους παραπάνω τους γείτονές σου, σωστά; Κατανοώ και συμμερίζομαι την κατάστασή σου, αγαπητέ αναγνώστη/αγαπητή αναγνώστρια. Προφανώς, οι γείτονές μας δεν έχουν διαβάσει το savoir vivre περί καλής γειτνίασης. Ωστόσο, δεν μπορείς να τους αλλάξεις, γι' αυτό οπλίσου με μεγατόνους υπομονής για να τους αντέξεις. Μπορείς!




Τρίτη 19 Απριλίου 2011

Σπίτι μου, σπιτάκι μου!

  Μερικοί λένε ότι το καλύτερο μέρος είναι το σπίτι μας και έχουν δίκιο κατά τη γνώμη μου. Όταν είσαι σπίτι σου νιώθεις πρώτα απ' όλα ασφάλεια. Δεν έχει σημασία αν είναι μικρό ή μεγάλο, αν είναι διαμέρισμα ή μεζονέτα. Όπως και να είναι, αποτελεί τη "φωλιά" μας, το χώρο μας, την όασή μας.
  
  Και ποιος δεν αναφωνεί με ανακούφιση "σπίτι μου, σπιτάκι μου!" μετά το πέρας μιας ατέλειωτης ημέρας. Φεύγεις το πρωί για τη δουλειά, περνάς τη μέρα σου κουραστικά, μέσα στο άγχος και την αγγαρεία του 8ωρου και δεν βλέπεις τη στιγμή που θα σχολάσεις για να επιστρέψεις στο σπιτικό σου. Αναζητώντας θαλπωρή και ηρεμία, πετάς άτακτα στο πάτωμα παπούτσια, τσάντα, σακάκι και με ένα μικρό άλμα - ή ακόμα και με αργά μικρά βήματα σε περίπτωση που η κούραση σε έχει καταβάλει τόσο που κυριολεκτικά δεν μπορείς να πάρεις τα πόδια σου - βουλιάζεις αποκαμωμένος στον καναπέ του σαλονιού σου. Κλείνεις τα μάτια και προσπαθείς να ηρεμήσεις, να ανασυγκροτήσεις το μυαλό σου που όλη μέρα ήταν απασχολημένο με κομπιούτερ και ένα σωρό κόσμο. Πηγαίνεις ύστερα από λίγο για ένα αναζωογωνητικό ντους και επιστρέφεις στον καναπέ. Χαζεύεις λίγο στην τηλεόραση, χωρίς να βλέπεις κάτι συγκεκριμένο. Βαριέσαι και την κλείνεις. Από τη θέση που κάθεσαι, το μάτι σου πέφτει πάνω σ' ένα άδειο βάζο. "Καλύτερα να βάλω κανένα λουλουδάκι", σκέφτεσαι και κατεβαίνεις στον κήπο να κόψεις μερικά. Επιστρέφεις με ένα μπουκέτο φρεσκοκομμένα λουλούδια και στολίζεις το βάζο. Αμέσως αισθάνεσαι όμορφα και θαυμάζεις αυτή τη χαρούμενη νότα που διακοσμεί το σαλόνι σου.

  Το επόμενο δωμάτιο, το πλέον χαλαρωτικό του σπιτιού, είναι ο προσωπικός μας χώρος, όπου εκεί περνάμε το περισσότερο διάστημα. Ακριβώς γι' αυτό το λόγο θα πρέπει να είναι περιποιημένος, όμορφα διακοσμημένος και να ακτινοβολεί εμάς τους ίδιους. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στην επιλογή των χρωμάτων και των υφασμάτων που θα "ντύσουν" το χώρο μας, καθώς είναι απαραίτητο να ταιριάζουν τόσο με το χαρακτήρα μας όσο και μεταξύ τους. Οι ακραίοι συνδυασμοί και οι έντονες αντιθέσεις θα ήταν καλύτερα να αποφευχθούν. Εκτός από τα κλασσικά έπιπλα υπνοδωματίου (κρεβάτι, κομοδίνο, ντουλάπα, βιβλιοθήκη, γραφείο), καλό θα ήταν εάν προσθέταμε κι άλλα στοιχεία για να γεμίσει ο χώρος αποφεύγοντας παράλληλα να μην τον πολυφορτώσουμε. Σε περίπτωση, λοιπόν, που τα τετραγωνικά το επιτρέπουν, θα ήταν ωραίο να βρίσκεται σε μια γωνία μια μοντέρνα πολυθρόνα και δίπλα της ένα χαμηλό τραπεζάκι ή ένας οβάλ καθρέφτης με δικό του μπουντουάρ ακριβώς από κάτω. Εναλλακτικές υπάρχουν πολλές, φτάνει βέβαια να υπάρχει γούστο, φαντασία και μεράκι.

  Διαβάζοντας ξανά το κείμενο για τυχόν ορθογραφικά λάθη, φέρνω στο νου μου την αίσθηση που με πλημμυρίζει κάθε φορά που μπαίνω στο σπίτι μου μετά τη σχολή. Αναγνωρίζω στις λέξεις που γράφω τη διαδικασία που κάνω εγώ, οι γονείς μου, ο αδερφός μου όταν επιστρέφουμε σπίτι και θέλουμε να χαλαρώσουμε και να ξεφύγουμε έστω και λίγο από τη ρουτίνα της καθημερινότητας. Χαρείτε το σπιτικό σας! Καλέστε φίλους και απολαύστε κάθε στιγμή όμορφα και γαλήνια. Θα το επαναλάβω τελικά: There is no place like home...

Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Δεν καταλαβαίνω...

  "Γηράσκω αεί διδασκόμενος" έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, εννοώντας ότι όσο μεγαλώνουμε τόσο πιο πολλά μαθαίνουμε. Δεν είχαν άδικο, αν το καλοσκεφτείς. Με τα χρόνια μεγαλώνει η εμπειρία και η σοφία (;) του ανθρώπου, αρετές με τις οποίες αντιλαμβάνεται τον κόσμο. 

  Υπάρχουν όμως μερικά πράγματα που όσο μεγάλος και τρανός κι αν είσαι, δεν δύνασαι να τα κατανοήσεις. Θα γίνω αμέσως σαφής και θα σου εξηγήσω. Προσωπικά, δεν καταλαβαίνω αυτό που γίνεται στο μετρό. Όλοι ξέρουμε ότι υπάρχουν δυο ειδών σκάλες, οι κυλιόμενες και οι "κανονικές". Η ταχύτητα των κυλιόμενων είναι συγκεκριμένη, ενώ στις κανονικές μπορείς να πας όσο γρήγορα ή όσο αργά θέλεις. Βλέπεις, λοιπόν, ανθρώπους που παίρνουν τις κυλιόμενες, στέκονται δεξιά στο σκαλοπάτι τους, όπως εκφωνεί κάθε λίγο και λιγάκι η ευγενέστατη δεσποινίς από τα μεγάφωνα, και ανθρώπους που ανεβαίνουν τις κανονικές σκάλες. Υπάρχει όμως και μια τρίτη κατηγορία, την οποία έχω βαφτίσει "ανώμαλη". Πού είναι το παράδοξο; Μα φυσικά στο γεγονός ότι ανεβαίνουν τις κυλιόμενες όπως τις κανονικές. Ποιο το νόημα να ανεβαίνεις τις κυλιόμενες, εφόσον υπάρχουν δίπλα σου ωραιότατες κανονικές; Μυστήριο, το οποίο ούτε "Οι πύλες του ανεξήγητου" μπορούν να λύσουν.

  Κάτι άλλο που επίσης δυσκολεύομαι να καταλάβω είναι η άρνηση των ηλικιωμένων ότι είναι ηλικιωμένοι. Μπερδεύτηκες; Θα σε ξεμπερδέψω! Βρίσκεσαι ωραία και καλά σε ένα βαγόνι του μετρό ή σ'ένα λεωφορείο. Μπαίνει μέσα ένας ηλικιωμένος κύριος και δεν υπάρχει θέση να κάτσει ούτε ο Αϊ-Γιάννης ο Νηστευτής. Σε πιάνει το σύνδρομο "καλός Σαμαρείτης" και του προσφέρεις ευγενικά τη θέση σου. Κι ενώ περιμένεις να σου πει "Σ'ευχαριστώ παιδάκι μου, την ευχή μου να'χεις, να έχεις την υγειά σου", ένα καλό λόγο anyway, προς έκπληξή σου σε κοιτάει με βλοσυρό ύφος και σου λέει με θυμό "Σε παρακαλώ! Για τι με πέρασες εμένα; Για κανένα ετοιμοθάνατο; Τς τς τς..." Τι κάνεις εκείνη τη στιγμή; Καταρχάς, συνέρχεσαι από το σοκ που υπέστης και δεν λες τίποτα απολύτως, διότι θα τον τσιγγλήσεις περισσότερο αν του ζητήσεις συγγνώμη. Θα σου πει "Δεν τη δέχομαι τη συγγνώμη σου ρε! Αναιδέστατε!" και θα γίνει μεγάλο σούσουρο. Το παρατράγουδο δεν τελείωσε εδώ. Μόλις αδειάσει κάποια θέση, πρώτος-πρώτος θα πάει να την καπαρώσει ο ηλικιωμένος και εσύ θα μείνεις να τον κοιτάς με την απορία. Το μόνο καλό είναι ότι τουλάχιστον σου έμεινε η θεσούλα σου!

  Τέλος, παραξενεύομαι με τον τσαμπουκά πάλι των ηλικιωμένων. Βρίσκεσαι σε μια δημόσια υπηρεσία, πχ εφορία, όπου η ουρά στο ταμείο είναι τόσο μεγάλη που ξεπερνάει τα όρια του ορόφου και εξαπλώνεται μέχρι τις σκάλες - μη σου πω και μέχρι την είσοδο. Περιμένεις με ιώβεια υπομονή να έρθει η σειρά σου, ώσπου τσουπ! σκάει μύτη μια γριούλα γύρω στα 70, με μακρύ χοντρό μαύρο ή μπορντώ παλτό, μαύρη τσάντα ευρύχωρη, μαλλί συμμαζεμένο, 10 στρώσεις ρουζ και κόκκινο κραγιόν. Περιμένει για 1 λεπτό maximum στο τέλος της ουράς και μετά σαν ύπουλο χταπόδι παρακάμπτει έναν-έναν τους μπροστινούς της, λέγοντάς τους ότι έχει αρθριτικά και οστεοπόρωση και δεν μπορεί να κάθεται πολλή ώρα όρθια. Εκείνοι την αφήνουν να περάσει για να μην ακούνε τη μίρλα της όταν αργεί να έρθει η σειρά της. Τελικά, φτάνει σε σένα κλαψουρίζοντας και σου λέει τα ίδια με περίλυπο και ταυτόχρονα γλυκύτατο ύφος - γιατί εκτός από μαλαγάνα είναι και καταπληκτική ηθοποιός αντάξια της Παξινού. Εσύ ακούς το μονόλογο του Βασιλάκη Καϊλα και από τη μία σκέφτεσαι να την αφήσεις να περάσει. Από την άλλη όμως αναλογίζεσαι πόσο νωρίς ξύπνησες, πόση ώρα σου πήρε να βρεις να παρκάρεις, πόση ώρα περιμένεις σαν το ζώο στην ουρά που ξεκίνησε την εξυπηρέτηση με διψήφιο αριθμό και το χαρτάκι σου έχει τριψήφιο. Σε πιάνουν τα διαόλια σου με την κυρία που ούτε ένα λεπτό δεν περίμενε και θέλει να εξυπηρετηθεί στο άψε-σβήσε. Του κερατά, λες από μέσα σου, δεν σ'αφήνω! Οπότε, της λες όσο πιο ευγενικά και αυστηρά μπορείς να περιμένει τη σειρά της και ότι κοντεύεις να πιεις δεύτερο καφέ τόση ώρα στην αναμονή. Αποτέλεσμα: οι υπόλοιποι μπροστινοί σου στην ουρά να ξυπνήσουν και να αρχίζουν να της τα χώνουν για τη δόλια συμπεριφορά που επιδεικνύει και να συμφωνούν μαζί σου κι εκείνη ντροπιασμένη να γυρίζει πίσω στη θέση της, την οποία έχει πάρει άλλη γριούλα, με συνέπεια να τσακωθούν μεταξύ τους. 

  Οποιαδήποτε ομοιότητα με τα γεγονότα είναι ΤΕΛΕΙΩΣ συμπτωματική. Καλημέρα σας!

  

Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο...

  Συνεχίζω και σήμερα στο mood "αναμνήσεις παιδικής ηλικίας". Αυτή τη φορά ανέσυρα τις κακιές αναμνήσεις, τις οποίες έχω κυριολεκτικά θάψει στο πίσω μέρος του μυαλού μου. 

  Είμαι σίγουρη ότι σαν παιδιά όλοι έχουμε βιώσει το ρατσισμό στο σχολείο, είτε είχε να κάνει με την εμφάνιση, την καταγωγή, το σωματότυπο, είτε με τις επιδόσεις στα μαθήματα κλπ. Προσωπικά, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί συνέβαινε αυτό από τη στιγμή που δεν επιδίωκα να δίνω δικαιώματα σε κανέναν. Πάντοτε ήθελα να κάνω τη δουλειά μου ήσυχα, διακριτικά και αθόρυβα. Σε μια παρέα δεν με ενδιέφερε να ξεχωρίζω, ούτε ήμουν ανταγωνιστική. Με αυτές τις αρχές μεγάλωσα και με αυτές θα συνεχίζω να πορεύομαι στη ζωή. 

  Σαν κοριτσάκι, λοιπόν, ήμουν λιγάκι "γεματούλα" και συνεχίζω να παραμένω έτσι. Δεν είχα κόμπλεξ με το σώμα μου, ώσπου πήγα στο σχολείο. Θυμάμαι ακόμα την πρώτη μέρα που καθόμουν μόνη μου στο θρανίο και την ώρα του διαλείμματος καθόμουν πάλι μόνη μου σε ένα πεζουλάκι. Επιδίωκα σε κάθε ευκαιρία να δημιουργήσω φιλικές σχέσεις με τα συμμαθήτριές μου, όμως εκείνες με κοιτούσαν περιφρονητικά ή μου μιλούσαν καταναγκαστικά. Μια μέρα, την ώρα των Καλλιτεχνικών, ενώ ζωγραφίζαμε όλοι, μια συμμαθήτριά μου από το διπλανό θρανίο με κοιτάει με ένα εριστικό ύφος και μου λέει: "Είσαι χοντρή, γι'αυτό έχεις χοντρούς μαρκαδόρους". Δεν της απάντησα και συνέχισα να χρωματίζω τη ζωγραφιά μου με τους χοντρούς μαρκαδόρους.

  Από τότε άρχισε να με απασχολεί αρκετά η εικόνα μου. Κατηγορούσα τον εαυτό μου που δεν είχα πολλούς φίλους εξαιτίας του βάρους μου. Με το πέρασμα του χρόνου όμως αποδείχτηκε ότι ήμουν καλή μαθήτρια κι αυτό ήταν η αιτία να σταματήσουν τα κακόβουλα σχόλια των συμμαθητών μου. Όσο αδιαφορούσα για ό,τι έλεγαν και όσο πήγαινα καλά στα μαθήματα, τόσο πιο πολύ τους ενοχλούσε, γι'αυτό εγκατέλειψαν τον "αγώνα". 

  Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι υπάρχουν κάποια άτομα που έχουν μεγάλη ιδέα για τους εαυτούς τους, η οποία πηγάζει από τα ίδια τους τα κόμπλεξ. Προκειμένου, λοιπόν, να καλύψουν τις δικές τους αδυναμίες, εντοπίζουν αυτές των άλλων. Είναι αυτό που λέει ο σοφός (και ταλαιπωρημένος,  θα προσέθετα) λαός μας: Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα. Τι είναι εκείνο που πρέπει να κάνεις; Να μιλάς! Ναι, να μιλάς. Με το που θα πουν κάτι για να σε θίξουν, οτιδήποτε κι αν είναι αυτό, απάντησέ τους είτε με χιούμορ για να τους κομπλάρεις αντίστοιχα, είτε στη γλώσσα τους για να δείξεις ότι δεν αστειεύεσαι και δεν μασάς. 

  Από εμένα, μια συμβουλή: μην ντρέπεσαι για τον εαυτό σου, απλά αγάπησέ τον. Καλή τύχη!





  

Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

Πάμε σαν άλλοτε...

  Σήμερα με έχει πιάσει μια νοσταλγία για τα "παλιά". Δεν ξέρω για ποιο λόγο, αλλά νιώθω την ανάγκη να ανασκαλέψω λίγο το παρελθόν μου που είναι γεμάτο από την παιδική αθωότητα με τις άλλοτε αφελείς και άλλοτε εύστοχες ερωτήσεις. "Μαμά, γιατί το φεγγάρι βγαίνει το βράδυ;", "Μαμά, γιατί τσούζει το οινόπνευμα στην πληγή;", "Μαμά, αφού δεν έχεις λεφτά, τι την θες την πιστωτική κάρτα;"

  Ανοίγω το τελευταίο συρτάρι της βιβλιοθήκης, όπου εκεί φυλάω το προσωπικό αρχείο μου από τα δώδεκα σχολικά μου χρόνια. Και τι δεν έχει μέσα αυτό το συρτάρι! Από ευχετήριες κάρτες γενεθλίων μέχρι ζωγραφιές και συλλογές από αυτοκόλλητα. Όμως αυτό που έψαχνα δεν είναι σε αυτό το συρτάρι, είναι σε άλλη "κρυψώνα". Βρίσκω ένα μεγάλο κουτί στην εσοχή του κομοδίνου μου. Χαμογελάω από ευχαρίστηση και σπεύδω να το ανοίξω. Άλλος θησαυρός κι εκεί: σχέδια και σκίτσα, φωτoγραφίες, αφιερώσεις παλιών συμμαθητών και κάτω-κάτω ένα ροζ μικρό σπιράλ τετραδιάκι. Ναι, αυτό είναι. Το ημερολόγιό μου. Αυτό που ήταν μάρτυρας όλων των παιδικών μου βιωμάτων. Αυτό που με συντρόφευε όταν είχα την ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον και δίσταζα.

  Κάθομαι στο κρεβάτι και χαζεύω το ημερολόγιο. Πόσα χρόνια είχα να το δω, να το αγγίξω, να το μυρίσω... Το ανοίγω και πέφτω τυχαία σε μια σελίδα. Εντυπωσιάζομαι από το ελαφρύ άρωμα της λεβάντας που αναδύεται σχεδόν ανεπαίσθητα από το φύλλο. Αρχίζω να διαβάζω τα αδέξια εκείνα γραμματάκια και ένα μειδίαμα κάνει την εμφάνισή του στο πρόσωπό μου:
  
25/12/1998

  Αγαπητό μου ημερολόγιο,   

  σήμερα είναι Χριστούγεννα και έχω τη γιορτή μου! Είμαι πολύ χαρούμενη, γιατί είχαμε πολύ κόσμο στο σπίτι και πήρα πολλά δώρα! Η νονά μου έφερε μια ωραία κούκλα και ένα βιβλίο για να διαβάσω τώρα στις διακοπές. Οι θείοι μου έφεραν ρούχα και οι παππούδες το ίδιο. Χάρηκα που ήμασταν όλοι μαζεμένοι σαν μια μεγάλη οικογένεια. Φάγαμε τα φαγητά που μαγείρεψε η μαμά στο μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας και μετά φάγαμε την τούρτα. Βοήθησα κι εγώ τη μαμά στην τούρτα! Έβαλα τα κερασάκια πάνω από κάθε μπάλα με σαντιγύ. Μόλις τελειώσαμε το φαγητό, σηκώθηκαν οι μεγάλοι να χορέψουν. Πρώτος ο παππούς και τον ακολουθούσε ο μπαμπάς και οι υπόλοιποι. Εγώ δεν χόρεψα πολύ, γιατί δεν ήξερα καλά τα βήματα και μπερδευόμουν. Καθόμουν στον καναπέ με τα ξαδέρφια μου και χτυπούσαμε παλαμάκια.

  Θυμάμαι κάθε γλέντι που κάναμε στο σπίτι μας, τον κόσμο που ερχόταν, τα δώρα που εισέπραττα. Τώρα όλα αυτά έχουν περιοριστεί. Μεγαλώσαμε όλοι πια, μικροί και μεγάλοι. Ο μπαμπάς και ο παππούς δεν χορεύουν, γιατί έχουν τη μέση τους. Μερικά από τα ξαδέρφια μου δουλεύουν, άλλα τελειώνουν τις σπουδές τους και τα μικρότερα πάνε ακόμα σχολείο. 

  Πάνε αυτά τα χρόνια... Πέρασαν ανεπιστρεπτί. Τα αγαπούσα και εξακολουθώ να τα αγαπώ ακόμα. Είναι στιγμές που σπάνια ζεις και ευχαριστιέσαι τόσο πολύ. Θα μου άρεσε να γυρνούσα πίσω για μια στιγμή και να τα ξαναζούσα. Προς το παρόν βάζω το ημερολόγιο στο κουτί και το τακτοποιώ στη θέση του. Ανοίγω το ραδιόφωνο και ακούγεται το τραγούδι: "Μα εγώ θα έδινα τα πάντα να γινόμουνα πάλι παιδί, για λίγο να βρισκόμουνα στις ίδιες τάξεις, στα ίδια θρανία με τους συμμαθητές μου να κάνουν αστεία και τους καθηγητές μου να κοιτάζουν περίεργα, τα μαθητικά τα χρόνια δεν τ' αλλάζω με τίποτα..."     


   


  

Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

"Εμείς στην εποχή μας..."

  Πόσες φορές έχουμε ακούσει από τους γονείς μας ή ακόμα και από τους παππούδες μας αυτή τη φράση; Αμέτρητες, θα μου πεις. Μήπως κάνουν καλά που μας το λένε κάθε λίγο και λιγάκι; Τι είχε εκείνη η εποχή που δεν έχει η δική μας; 
  
  Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Οι παππούδες μας έζησαν πολλά και προπάντων έζησαν δύσκολα. Ακόμα υπάρχουν στη μνήμη τους βαθιά χαραγμένα τα γεγονότα του πολέμου. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, οι παππούδες μου μου έλεγαν ιστορίες από την Κατοχή. Η πείνα, η φτώχεια, η στέρηση πολλών αγαθών, η φρίκη του πολέμου, ο χαμός από τις αρρώστειες και τις εκτελέσεις. Σίγουρα τίποτα στον κόσμο δεν είναι πιο συγκλονιστικό από αυτήν την εμπειρία. Απόδειξη ότι θυμούνται τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Μετά τον Εμφύλιο οι πιο πολλοί δοκίμασαν την τύχη τους στο εξωτερικό ως μετανάστες, κυρίως στη Γερμανία, την Αυστραλία και την Αμερική. Μερικοί έμειναν στη νέα τους πατρίδα, ενώ άλλοι ονειρεύονταν το "νόστιμον ήμαρ" - ο γυρισμός στην πατρίδα - (νόστος = γυρισμός).

  Τι έχουν ζήσει οι γονείς μας όμως; Συγκριτικά με τους γονείς τους - τους παππούδες μας - σαφώς λιγότερα. Και πάλι όμως είχαν κι εκείνοι δυσκολίες. Οι περισσότεροι γεννημένοι τη δεκαετία του 1960 έζησαν τη δικτατορία, τη μεταπολίτευση και γενικότερα όλες τις πολιτικές αλλαγές της νεότερης ιστορίας της χώρας μας. Τα οικονομικά των οικογενειών τους δεν ήταν από πάντοτε ανθηρά, γι'αυτό το λόγο ζούσαν στερημένα, όπως μας λένε κάθε λίγο και λιγάκι. Όσοι δεν σπούδασαν, δούλευαν για να συνεισφέρουν στην οικογένεια και όσοι σπούδασαν, κατάφεραν να βρουν εξασκήσουν το επάγγελμά τους.

  Εμείς; Τι κάνουμε εμείς; Η εποχή μας διαφέρει παρασάγκας από τις προηγούμενες. "Άλλες εποχές εκείνες", σκέφτομαι. Όλα ήταν πιο αγνά, πιο αθώα, οι άνθρωποι περισσότερο χαμογελαστοί και ανοιχτόκαρδοι... Επιστροφή στην σκληρή πραγματικότητα του σήμερα: η οικονομία φθίνει συνεχώς, τα ποσοστά ανεργίας αυξάνονται, η διαφθορά έχει την τιμητική της και η χώρα μας αδυνατεί να αφομειώσει τα κύματα μεταναστών που καταφτάνουν ασταμάτητα. Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί η οικονομική κρίση, η οποία σαρώνει σαν σίφουνας τα πάντα στο πέρασμά της, αποτελειώνοντας την κατάσταση. Ακόμα πιο βαριές φορολογίες και μειώσεις μισθών συνοδευόμενες από την δυσαρέσκεια των πολιτών. Δεν υπάρχουν πολλά χαμόγελα, παρά μόνο κατηφεία και προβληματισμός.

  Αααχ, εκείνες οι εποχές...! Οι παλιότεροι τις νοσταλγούν, οι νεότεροι τις έχουν απλώς ακουστά. Θα επανέλθει άραγε το χαμόγελο στα πρόσωπά μας; Θα φωτιστούν τα μάτια μας από χαρά; Θα μπορούμε να περπατάμε με αυτοπεποίθηση; Εν τέλει, θα καταφέρουμε να ζήσουμε κι εμείς στιγμές ανάλογες εκείνων των εποχών; 



Τρίτη 12 Απριλίου 2011

"Τι με θωρείς αμίλητη; Πού τρέχει ο λογισμός σου;"*

  Πρώτο θέμα συζήτησης και θέλω να πω τόσα πολλά που δυσκολεύομαι να διαλέξω. Στο μυαλό μου τριγυρίζουν σκόρπιες λέξεις, κάθε μία σημαντική και ξεχωριστή και όλες μαζί μου φωνάζουν "Γράψε με!" Είναι εξαιρετικά δύσκολο μερικές φορές να έχεις τον έλεγχο των σκέψεών σου, γιατί τρέχουν τόσο γρήγορα που δεν τις προλαβαίνεις. Απορείς με τον εαυτό σου ώρες-ώρες και αναρωτιέσαι "Τι ήθελα να πω;" 

  Ξαπλώνω στο κρεβάτι, βάζω τα χέρια πίσω από το κεφάλι μου και κλείνω τα μάτια. Συνήθως φέρνω στο νου μου κάτι που με απασχολεί έντονα ή ένα περιστατικό που έγινε πρόσφατα. Προσπαθώ να θυμηθώ όσες λεπτομέρειες μπορώ. Ναι, θυμάμαι. Θυμάμαι διαλόγους, πρόσωπα, αντιδράσεις δικές μου και των άλλων. Σκέφτομαι τι θα μπορούσα να έλεγα αντί για αυτά που είπα εκείνη τη στιγμή. Γιατί να συμβαίνει αυτό άραγε; Τι μας εμποδίζει να εκφραστούμε;

  Όταν παίρνεις μέρος σε μια συζήτηση, πολλές φορές θα πιάσεις τον εαυτό σου να σκέφτεται και κατά κάποιο τρόπο να "προετοιμάζει" τις ατάκες που θα πει μετά. Μερικές τις ξεχνάς, είτε γιατί ο άλλος σου απαντάει κάτι που δεν περίμενες είτε γιατί σκέφτεσαι παράλληλα εναλλακτικές ατάκες. Περίεργο και ταυτόχρονα συναρπαστικό το τι μπορεί να κάνει ο ανθρώπινος νους. Χαμογελάς τώρα που το διαβάζεις, έτσι; Αναγνωρίζεις ότι σου έχει τύχει πάμπολλες φορές όταν συζητάς με τον κολλητό σου. Είμαστε τόσο ίδιοι και τόσο διαφορετικοί μεταξύ μας την ίδια στιγμή. Ο καθένας με διαφορετική προσωπικότητα, κι όμως τόσο ίδιοι.

  Αν νομίζεις ότι δεν κατάλαβες τι διάβασες μόλις τώρα, κάνε έναν κόπο να ρολλάρεις το ποντίκι σου στην κορυφή της δημοσίευσης αυτής και διάβασε ξανά την πρώτη παράγραφο. Got it? ;)


*στίχος δημοτικού τραγουδιού



New entry on the blog!

  Να 'μαι κι εγώ λοιπόν! Χαιρετώ όλους και όλες σας! Ονομάζομαι Χριστίνα Μαστοράκη και είμαι εδώ για να σχολιάζω γεγονότα και καταστάσεις που απασχολούν λίγο-πολύ τον καθένα μας. Από φιλίες και σχέσεις, μέχρι πολιτική -το αντικείμενο σπουδών μου- και επικαιρότητα γενικότερα.

  Η ιδέα για τη δημιουργία ενός blog κυριαρχούσε αρκετό καιρό στο μυαλό μου, αλλά συνεχώς την ανέβαλλα. Έλεγα "άσε μωρέ, ποιος κάθεται να γράψει και να σχολιάσει ένα σωρό πράγματα τώρα;". Οπότε αρκέστηκα στο να διαβάζω βιβλία και να γράφω ποιήματα. Το καλοκαίρι που μας πέρασε, ξεκίνησα να γράφω ένα διήγημα, το οποίο άφησα στην άκρη, λόγω του ότι είχα στερέψει από έμπνευση και είχα πολλές άλλες υποχρεώσεις. Θα το συνεχίσω κάποτε, δεν υπάρχει περίπτωση να το αφήσω. Αυτό το "κάποτε" βέβαια είναι λίγο έως πολύ αόριστο. Πάντως, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα γίνει στον 21ο αιώνα! 

  Τι άλλο να αποκαλύψω για τον εαυτό μου; Χμμ... Νομίζω ότι θα φανούν όλα στην πορεία! Ελπίζω να αρέσουν τα θέματά μου και να λάβω ανταπόκριση μέσω των σχολίων. Αυτό θα είναι μεγάλο κέρδος για μένα. Να μην ξεχάσω να επισημάνω ότι πάσα κριτική είναι δεκτή και σεβαστή.

  Από μένα, φίλε αναγνώστη και φίλη αναγνώστρια, καλή διασκέδαση!