Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Το γράμμα

  Μερικές φορές, όταν θέλω να αφιερωθώ για λίγο στον εαυτό μου, συνήθως κυριευμένη από τάσεις ενδοσκόπησης, ανατρέχω στο αρχείο μου. Ένας μεγάλος άσπρος φάκελος που εσωκλείει κάθε λογής χαρτιά. Από κάρτες γενεθλίων μέχρι ζωγραφιές από τα μικρότερα ξαδέρφια μου.

  Κλείνω την πόρτα του δωματίου μου και κάθομαι οκλαδόν στο κρεβάτι. Αδειάζω το περιεχόμενο του φακέλου πάνω στο κάλυμμα. Ένας χάρτινος καταρράκτης σωριάζεται μπροστά μου με το χαρακτηριστικό ήχο που κάνουν οι σελίδες ενός βιβλίου όταν τις ξεφυλλίζεις γρήγορα. Παίρνω στα χέρια μου μια κάρτα γενεθλίων ενός φίλου και διαβάζω τις ευχές. Κλασσικές και αληθινές, αλλά "μυρίζουν" κλισεδίλα. Όμως δεν στέκομαι σε αυτό. Διαβάζω κι άλλες κάρτες και θυμάμαι εκείνες τις μοναδικές στιγμές που είχα ζήσει στα γενέθλιά μου με τους φίλους μου. Περνούν όλα μπροστά στα μάτια μου σαν άλμπουμ με φωτογραφίες.

  Στη συνέχεια, βρίσκω μερικές καρτ-ποστάλ από τους παππούδες μου που μένουν στην επαρχία. Διάφορα τοπία, αρχαιολογικά μνημεία, αξιοθέατα και στην πίσω πλευρά γλυκά λόγια και χαιρετίσματα. Παρατηρώ το γραφικό χαρακτήρα του παππού μου. Εκείνα τα γράμματα της παλαιάς εποχής, με τις δασείες και τις περισπωμένες, ελαφρώς βιαστικά γραμμένα με μπλε ή μαύρο στυλό.

  Και τώρα, σημειώματα από τους άλλους παππούδες που μένουν εδώ στην Αθήνα. Ξεχωρίζω ένα του παππού και ένα της γιαγιάς. Αυτό του παππού είναι γραμμένο πριν τέσσερα χρόνια, μια μέρα μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των πανελληνίων. Λόγια συγκινητικά, από καρδιάς που μιλούν για εφόδια πολύτιμα για την πορεία μου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Περίτεχνα γράμματα, πλάγια, καλλιτεχνικά, με κογκέλες και περικοκλάδες στα κεφαλαία, σαν κι αυτά που βλέπουμε σε συλλεκτικές εκδόσεις του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

  Εκείνο το σημείωμα της γιαγιάς είναι πιο πρόσφατο από του παππού. Μου το έδωσε την περασμένη Κυριακή που φάγαμε μαζί για να γιορτάσουμε που πήρα το πτυχίο. Ζήτησε να τη συγχωρέσω για τυχόν ορθογραφικά λάθη, πράγμα εντελώς αμελητέο για εμένα. Επέμενε να το διαβάσω μπροστά της -και μάλιστα δυνατά- προφανώς για να δει την αντίδρασή μου. Όση ώρα το διάβαζα, λοιπόν, το μάτι μου τη συνέλαβε να κουνάει τα χείλια της σαν να λέει τις λέξεις. Εντυπωσιάστηκα! Ήταν σαν να απήγγειλε ποίημα στα βουβά. Μόλις τελείωσα, την ευχαρίστησα για τα λόγια της και τότε ένα τεράστιο χαμόγελο ικανοποίησης φώτισε το πρόσωπό της.  

  Για το τέλος άφησα ένα πολύ ιδιαίτερο γράμμα μιας φίλης. Εκτός από τις ευχές της για καλή σταδιοδρομία (επ' αγαθώ της κοινωνίας βεβαίως-βεβαίως, όπως έλεγε ο αείμνηστος Τσαγανέας), μου γράφει μερικές πολύτιμες συμβουλές για τη μετέπειτα ζωή μου, καθώς πια οι πόρτες του πανεπιστημίου κλείνουν πίσω μου. Όμορφες λέξεις, διαλεγμένες με προσοχή, αληθινές, βγαλμένες από την ψυχή της, τονωτικές για την αυτοπεποίθησή μου και φυσικά συγκινητικές.

  Παρόλο που κάθε γράμμα και σημείωμα είναι γραμμένα από διαφορετικό άτομο, έχουν όλα τους κάτι κοινό: μου δημιουργούν θετικά συναισθήματα. Όταν διαβάζεις αυτά τα λόγια, παίρνεις δύναμη και κουράγιο να προχωρήσεις παραπέρα. Νομίζεις ότι μπορείς να καταφέρεις τα πάντα, να δημιουργήσεις και να πετύχεις τα όνειρά σου. 

  Δεν είναι ωραίο να ξέρεις πως έχεις δίπλα σου ανθρώπους να σε νοιάζονται, να καμαρώνουν για σένα, να σε κάνουν να χαμογελάς; Και το πετυχαίνουν μόνο με ένα γράμμα...




  

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Το μέτρημα (ή αλλιώς: Αριθμητική για προχωρημένους)

  Θυμάμαι τότε που ήμουν ακόμη πρωτάκι και έγραφα συλλαβιστά με αδέξια γραμματάκια το ονοματεπώνυμό μου. Χρησιμοποιούσα τα δάχτυλά μου για να κάνω μαθηματικές πράξεις και υπολογισμούς. Και όχι μόνο στο σχολείο, αλλά και έξω από αυτό. Μετρούσα πόσες γλάστρες είχαμε στο μπαλκόνι, πόσα αυγά στο ψυγείο, πόσα κουκούτσια από καρπούζι μαζεύονταν στο πιάτο... 

  Όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο άλλαζαν οι καταστάσεις. Ένα πράγμα, όμως, έμενε σταθερά το ίδιο: το μέτρημα. Μετρούσα τις όμορφες στιγμές με την οικογένεια και τους φίλους μου, τις ώρες και τα λεπτά πριν τα πρώτα ραντεβού, τους μήνες που έμεναν μέχρι να δώσω Πανελλήνιες, τα μαθήματα για το πτυχίο. 

  Αχ, το πτυχίο... Εδώ, σταμάτησα το μέτρημα. Δεν υπάρχουν άλλα μαθήματα. Τελείωσαν. Σήμερα το πρωί. Πώς; Θα δεις... 

  Ανοίγω το laptop, όπως κάθε μέρα, για να τσεκάρω τα e-mail μου. Χαζεύω λίγο στο facebook, ώσπου το μάτι μου πέφτει σε μια ανακοίνωση μιας συμφοιτήτριας από την ομάδα του τμήματος που μας ενημέρωνε για τα μαθήματα που βγήκαν. Ήταν τα δύο που μου είχαν μείνει. Σπεύδω με τρομερή ταχυπαλμία στη σελίδα της σχολής, πληκτρολογώ άτσαλα τον κωδικό και το όνομα χρήστη. Κάνω λάθος από κεκτημένη ταχύτητα. Πετάω μια βρισιά για τον φουριόζο εαυτό μου και ξαναπροσπαθώ. Οι παλμοί ολοένα και αυξάνονται μέχρι να φορτώσει η σελίδα των αποτελεσμάτων. Ώσπου, να το! "Σύνολο περασμένων μαθημάτων: 42". Δεν το πιστεύω. Ξαναδιαβάζω. Βεβαιώνομαι. 

  Και εδώ αρχίζει να μεταδίδεται μια ανείπωτη χαρά και ευφορία σε κάθε κύτταρο του κορμιού μου. Χοροπηδάω, ξεφωνίζω, ξυπνάω τον αδερφό μου, πέφτω στην αγκαλιά του ψελλίζοντας "Πήρα το πτυχίο!", ψάχνω τον πατέρα μου, του το ανακοινώνω, με αγκαλιάζει, με φιλάει, στέλνω μήνυμα στη μαμά μου που ήταν στη δουλειά και καταλήγω πάλι στο δωμάτιό μου, μπροστά στην οθόνη να κλαίω από συγκίνηση. Ίσως και από ανακούφιση. Ή και από ικανοποίηση. Ή όλα αυτά μαζί. 

  Δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω. Ούτε να σκεφτώ λογικά. Δεν με ένοιαζε τίποτα. Τι κι αν το πρώτο πράγμα που αντίκρυσα μόλις άνοιξα το παράθυρό μου ήταν η μουντάδα των γκρίζων σύννεφων; Τι κι αν δεν είχα κοιμηθεί καλά; Πήρα το πτυχίο μου! Άλλος ένας στόχος επιτεύχθηκε. 

  Μόλις ηρέμησα, στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη. "Και τώρα, Χριστίνα μου, πάμε παρακάτω", είπα στον εαυτό μου. Έχω κι άλλα όνειρα να πραγματοποιήσω. Φύσει αισιόδοξη και πρακτική, έθεσα νέους στόχους. Ξεκινάω το μέτρημα, λοιπόν...   
    



Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Οι μυρωδιές που (με) μεθούν

  Τις προάλλες ξύπνησα από έναν παράξενο ενοχλητικό ήχο, σαν μηχανή. 8:17 έδειχνε το ηλεκτρονικό ρολόι. Άνοιξα το παράθυρο και αντίκρυσα τον κηπουρό που έκοβε το γρασίδι του απέναντι σπιτιού. Και τη στιγμή που ήμουν έτοιμη να κλείσω το παράθυρο τσαντισμένη, πλημμύρισε το δωμάτιο η μυρωδιά του φρεσκοκομμένου γρασιδιού. Κάθε φορά που το μυρίζω,  νομίζω ότι ήρθε η Άνοιξη. Χαμήλωσα το παράθυρο και επέστρεψα στο κρεβάτι μου.




  Λίγη ώρα αργότερα, το άρωμα του καφέ που έφτιαχνε η μαμά μου στην κουζίνα, κατάφερε να περάσει κάτω από τις χαραμάδες της πόρτας του δωματίου μου. Σαν να είχε μόλις καβουρδιστεί σε παραδοσιακό καφεκοπτείο, όπως εκείνα στο Κέντρο. Δεν μπορούσα να αντισταθώ και ζήτησα ένα φλιτζάνι. Τι άρωμα... Δεν ήθελα να φάω τίποτε άλλο για να διατηρήσω τη γεύση του στα χείλια μου. 




  Το μεσημέρι ο ουρανός συννέφιασε και άρχισε να ψιχαλίζει. Όσο περνούσε η ώρα τόσο η βροχή δυνάμωνε. Στην απόλυτη σιωπή ακούγονταν οι στάλες που μαστίγωναν κάθε επιφάνεια. Τις σκεπές, τα μπαλκόνια, τα αυτοκίνητα, το δρόμο. Μύριζε το χώμα βρεγμένο. Βγήκα στο κατώφλι και εισέπνευσα βαθιά μέχρι να γεμίσουν τα πνευμόνια μου. Τι κρίμα που μετά από λίγο σταμάτησε...



  Νωρίς το βραδάκι πια, μιας που όλα είχαν στεγνώσει, αποφάσισα να καθίσω πίσω στην αυλή. Άναψα μερικά κεριά και κάθισα σε μια καρέκλα με το αναψυκτικό μου. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, όλος ο τόπος ανάβλυζε μια μπερδεμένη ευωδιά. Το μεθυστικό άρωμα του γιασεμιού είχε μπλεχτεί τόσο λογοτεχνικά με εκείνο του νυχτολούλουδου που στη συνέχεια ανακατεύτηκε με την ενοχλητική σιτρονέλλα. Δεν με πείραζε όμως. Το απολάμβανα. "Μέθυσα"...