Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

Πάμε σαν άλλοτε...

  Σήμερα με έχει πιάσει μια νοσταλγία για τα "παλιά". Δεν ξέρω για ποιο λόγο, αλλά νιώθω την ανάγκη να ανασκαλέψω λίγο το παρελθόν μου που είναι γεμάτο από την παιδική αθωότητα με τις άλλοτε αφελείς και άλλοτε εύστοχες ερωτήσεις. "Μαμά, γιατί το φεγγάρι βγαίνει το βράδυ;", "Μαμά, γιατί τσούζει το οινόπνευμα στην πληγή;", "Μαμά, αφού δεν έχεις λεφτά, τι την θες την πιστωτική κάρτα;"

  Ανοίγω το τελευταίο συρτάρι της βιβλιοθήκης, όπου εκεί φυλάω το προσωπικό αρχείο μου από τα δώδεκα σχολικά μου χρόνια. Και τι δεν έχει μέσα αυτό το συρτάρι! Από ευχετήριες κάρτες γενεθλίων μέχρι ζωγραφιές και συλλογές από αυτοκόλλητα. Όμως αυτό που έψαχνα δεν είναι σε αυτό το συρτάρι, είναι σε άλλη "κρυψώνα". Βρίσκω ένα μεγάλο κουτί στην εσοχή του κομοδίνου μου. Χαμογελάω από ευχαρίστηση και σπεύδω να το ανοίξω. Άλλος θησαυρός κι εκεί: σχέδια και σκίτσα, φωτoγραφίες, αφιερώσεις παλιών συμμαθητών και κάτω-κάτω ένα ροζ μικρό σπιράλ τετραδιάκι. Ναι, αυτό είναι. Το ημερολόγιό μου. Αυτό που ήταν μάρτυρας όλων των παιδικών μου βιωμάτων. Αυτό που με συντρόφευε όταν είχα την ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον και δίσταζα.

  Κάθομαι στο κρεβάτι και χαζεύω το ημερολόγιο. Πόσα χρόνια είχα να το δω, να το αγγίξω, να το μυρίσω... Το ανοίγω και πέφτω τυχαία σε μια σελίδα. Εντυπωσιάζομαι από το ελαφρύ άρωμα της λεβάντας που αναδύεται σχεδόν ανεπαίσθητα από το φύλλο. Αρχίζω να διαβάζω τα αδέξια εκείνα γραμματάκια και ένα μειδίαμα κάνει την εμφάνισή του στο πρόσωπό μου:
  
25/12/1998

  Αγαπητό μου ημερολόγιο,   

  σήμερα είναι Χριστούγεννα και έχω τη γιορτή μου! Είμαι πολύ χαρούμενη, γιατί είχαμε πολύ κόσμο στο σπίτι και πήρα πολλά δώρα! Η νονά μου έφερε μια ωραία κούκλα και ένα βιβλίο για να διαβάσω τώρα στις διακοπές. Οι θείοι μου έφεραν ρούχα και οι παππούδες το ίδιο. Χάρηκα που ήμασταν όλοι μαζεμένοι σαν μια μεγάλη οικογένεια. Φάγαμε τα φαγητά που μαγείρεψε η μαμά στο μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας και μετά φάγαμε την τούρτα. Βοήθησα κι εγώ τη μαμά στην τούρτα! Έβαλα τα κερασάκια πάνω από κάθε μπάλα με σαντιγύ. Μόλις τελειώσαμε το φαγητό, σηκώθηκαν οι μεγάλοι να χορέψουν. Πρώτος ο παππούς και τον ακολουθούσε ο μπαμπάς και οι υπόλοιποι. Εγώ δεν χόρεψα πολύ, γιατί δεν ήξερα καλά τα βήματα και μπερδευόμουν. Καθόμουν στον καναπέ με τα ξαδέρφια μου και χτυπούσαμε παλαμάκια.

  Θυμάμαι κάθε γλέντι που κάναμε στο σπίτι μας, τον κόσμο που ερχόταν, τα δώρα που εισέπραττα. Τώρα όλα αυτά έχουν περιοριστεί. Μεγαλώσαμε όλοι πια, μικροί και μεγάλοι. Ο μπαμπάς και ο παππούς δεν χορεύουν, γιατί έχουν τη μέση τους. Μερικά από τα ξαδέρφια μου δουλεύουν, άλλα τελειώνουν τις σπουδές τους και τα μικρότερα πάνε ακόμα σχολείο. 

  Πάνε αυτά τα χρόνια... Πέρασαν ανεπιστρεπτί. Τα αγαπούσα και εξακολουθώ να τα αγαπώ ακόμα. Είναι στιγμές που σπάνια ζεις και ευχαριστιέσαι τόσο πολύ. Θα μου άρεσε να γυρνούσα πίσω για μια στιγμή και να τα ξαναζούσα. Προς το παρόν βάζω το ημερολόγιο στο κουτί και το τακτοποιώ στη θέση του. Ανοίγω το ραδιόφωνο και ακούγεται το τραγούδι: "Μα εγώ θα έδινα τα πάντα να γινόμουνα πάλι παιδί, για λίγο να βρισκόμουνα στις ίδιες τάξεις, στα ίδια θρανία με τους συμμαθητές μου να κάνουν αστεία και τους καθηγητές μου να κοιτάζουν περίεργα, τα μαθητικά τα χρόνια δεν τ' αλλάζω με τίποτα..."     


   


  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου